καταμήνυσις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- καταμήνυσις < ελληνιστική κοινή καταμήνυσις
Συγγενικά
- καταμηνυτής
- προκαταμηνύω
Πηγές
- καταμήνυσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | καταμήνυσῐς | αἱ | καταμηνύσεις | ||||
| γενική | τῆς | καταμηνύσεως | τῶν | καταμηνύσεων | ||||
| δοτική | τῇ | καταμηνύσει | ταῖς | καταμηνύσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | καταμήνυσῐν | τὰς | καταμηνύσεις | ||||
| κλητική ὦ! | καταμήνυσῐ | καταμηνύσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταμηνύσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταμηνυσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- καταμήνυσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταμηνύ(ω) + -σις
Πηγές
- καταμήνυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.