φάρσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φάρσα | οι | φάρσες |
| γενική | της | φάρσας | των | φαρσών |
| αιτιατική | τη | φάρσα | τις | φάρσες |
| κλητική | φάρσα | φάρσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φάρσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική farsa < γαλλική farce[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfaɾ.sa/
Ουσιαστικό
φάρσα θηλυκό
- είδος ελαφριού κωμικού θεατρικού έργου όπου το αστείο στηρίζεται συνήθως στην γελοιοποίηση ατόμων προς διασκέδαση των υπολοίπων
- ενέργεια με σκοπό την παραπλάνηση των άλλων για πλάκα ή για άλλους λόγους, η παραπλάνηση για τη γελοιοποίηση κάποιου, το κάπως χοντρό αστείο που έχει συνέπειες ή αναστατώνει
Συγγενικά
Αναφορές
- φάρσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.