φάρσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάρσα οι φάρσες
      γενική της φάρσας των φαρσών
    αιτιατική τη φάρσα τις φάρσες
     κλητική φάρσα φάρσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάρσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική farsa < γαλλική farce[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfaɾ.sa/

Ουσιαστικό

φάρσα θηλυκό

  • είδος ελαφριού κωμικού θεατρικού έργου όπου το αστείο στηρίζεται συνήθως στην γελοιοποίηση ατόμων προς διασκέδαση των υπολοίπων
     συνώνυμα: φαρσοκωμωδία
  • ενέργεια με σκοπό την παραπλάνηση των άλλων για πλάκα ή για άλλους λόγους, η παραπλάνηση για τη γελοιοποίηση κάποιου, το κάπως χοντρό αστείο που έχει συνέπειες ή αναστατώνει
    "Έγινε φάρσα για βόμβα"
    "Αυτές οι τηλεφωνικές φάρσες με ανάγκασαν να κάνω το τηλέφωνό μου απόρρητο"
    "Μου είπε ότι κέρδισα το λαχείο και τελικά ήταν φάρσα για να με αναστατώσει"
     συνώνυμα: πλάκα, αστείο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.