χυτοσίδηρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χυτοσίδηρος οι χυτοσίδηροι
      γενική του χυτοσίδηρου
& χυτοσιδήρου
των χυτοσίδηρων
& χυτοσιδήρων
    αιτιατική τον χυτοσίδηρο τους χυτοσίδηρους
& χυτοσιδήρους
     κλητική χυτοσίδηρε χυτοσίδηροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χυτοσίδηρος (μαρτυρείται από το 1870)[1] < χυτ(ός) + -ο- + σίδηρος, (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Gusseisen)[2]

Ουσιαστικό

χυτοσίδηρος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1126, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. χυτοσίδηρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.