υψίκορμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υψίκορμος | η | υψίκορμη | το | υψίκορμο |
| γενική | του | υψίκορμου | της | υψίκορμης | του | υψίκορμου |
| αιτιατική | τον | υψίκορμο | την | υψίκορμη | το | υψίκορμο |
| κλητική | υψίκορμε | υψίκορμη | υψίκορμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υψίκορμοι | οι | υψίκορμες | τα | υψίκορμα |
| γενική | των | υψίκορμων | των | υψίκορμων | των | υψίκορμων |
| αιτιατική | τους | υψίκορμους | τις | υψίκορμες | τα | υψίκορμα |
| κλητική | υψίκορμοι | υψίκορμες | υψίκορμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υψίκορμος < αρχαία ελληνική ὕψι + κορμός
Μεταφράσεις
υψίκορμος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.