υπόλογος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόλογος η υπόλογη το υπόλογο
      γενική του υπόλογου της υπόλογης του υπόλογου
    αιτιατική τον υπόλογο την υπόλογη το υπόλογο
     κλητική υπόλογε υπόλογη υπόλογο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόλογοι οι υπόλογες τα υπόλογα
      γενική των υπόλογων των υπόλογων των υπόλογων
    αιτιατική τους υπόλογους τις υπόλογες τα υπόλογα
     κλητική υπόλογοι υπόλογες υπόλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπόλογος < αρχαία ελληνική ὑπόλογος < ὑπο- + λόγος)

Επίθετο

υπόλογος, -η, -ο

  1. αυτός που οφείλει να λογοδοτήσει για μια πράξη ή ενέργειά του
  2. ο διαχειριστής δημοσίου χρήματος ή δημόσιας περιουσίας δυνάμει νόμου ή και χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.