υπολειμματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπολειμματικός | η | υπολειμματική | το | υπολειμματικό |
| γενική | του | υπολειμματικού | της | υπολειμματικής | του | υπολειμματικού |
| αιτιατική | τον | υπολειμματικό | την | υπολειμματική | το | υπολειμματικό |
| κλητική | υπολειμματικέ | υπολειμματική | υπολειμματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπολειμματικοί | οι | υπολειμματικές | τα | υπολειμματικά |
| γενική | των | υπολειμματικών | των | υπολειμματικών | των | υπολειμματικών |
| αιτιατική | τους | υπολειμματικούς | τις | υπολειμματικές | τα | υπολειμματικά |
| κλητική | υπολειμματικοί | υπολειμματικές | υπολειμματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπολειμματικός < υπόλειμμα
Επίθετο
υπολειμματικός, -ή, -ό
- σχετικός με ένα υπόλειμμα
- (λογιστική) υπολειμματική αξία: (συνήθως για πάγιο) η αξία πώλησης για ανακύκλωση ενός άχρηστου περιουσιακού στοιχείου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.