υπόκρουση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπόκρουση οι υποκρούσεις
      γενική της υπόκρουσης* των υποκρούσεων
    αιτιατική την υπόκρουση τις υποκρούσεις
     κλητική υπόκρουση υποκρούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποκρούσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόκρουση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπόκρου(σις)[1] + -ση < ελληνιστική κοινή ὑποκρούω

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpo.kɾu.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπόκρουση

Ουσιαστικό

υπόκρουση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ὑπόκρουσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.