υποκρούω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποκρούω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποκρούω
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈkɾu.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐κρού‐ω
Συγγενικά
- υπόκρουση
- υποκρουσμένος
- → δείτε τις λέξεις υπό και κρούω
Μεταφράσεις
υποκρούω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.