κακοπαθώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακοπαθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακοπαθῶ / κακοπαθέω < κακο- + πάσχω. Συγκρίνετε με το κακοπαθαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ko.paˈθo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κακοπαθώ

Ρήμα

κακοπαθώ, πρτ.: κακοπαθούσα, αόρ.: κακοπάθησα, μτχ.π.π.: κακοπαθημένος (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «κακοπαθαίνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.