κακοπαθώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κακοπαθώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακοπαθῶ / κακοπαθέω < κακο- + πάσχω. Συγκρίνετε με το κακοπαθαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ko.paˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐πα‐θώ
Ρήμα
κακοπαθώ, πρτ.: κακοπαθούσα, αόρ.: κακοπάθησα, μτχ.π.π.: κακοπαθημένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (λόγιο) παλαιότερη μορφή του κακοπαθαίνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κακοπαθώ | κακοπαθούσα | θα κακοπαθώ | να κακοπαθώ | κακοπαθώντας | |
| β' ενικ. | κακοπαθείς | κακοπαθούσες | θα κακοπαθείς | να κακοπαθείς | ||
| γ' ενικ. | κακοπαθεί | κακοπαθούσε | θα κακοπαθεί | να κακοπαθεί | ||
| α' πληθ. | κακοπαθούμε | κακοπαθούσαμε | θα κακοπαθούμε | να κακοπαθούμε | ||
| β' πληθ. | κακοπαθείτε | κακοπαθούσατε | θα κακοπαθείτε | να κακοπαθείτε | κακοπαθείτε | |
| γ' πληθ. | κακοπαθούν(ε) | κακοπαθούσαν(ε) | θα κακοπαθούν(ε) | να κακοπαθούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κακοπάθησα | θα κακοπαθήσω | να κακοπαθήσω | κακοπαθήσει | ||
| β' ενικ. | κακοπάθησες | θα κακοπαθήσεις | να κακοπαθήσεις | κακοπάθησε | ||
| γ' ενικ. | κακοπάθησε | θα κακοπαθήσει | να κακοπαθήσει | |||
| α' πληθ. | κακοπαθήσαμε | θα κακοπαθήσουμε | να κακοπαθήσουμε | |||
| β' πληθ. | κακοπαθήσατε | θα κακοπαθήσετε | να κακοπαθήσετε | κακοπαθήστε | ||
| γ' πληθ. | κακοπάθησαν κακοπαθήσαν(ε) |
θα κακοπαθήσουν(ε) | να κακοπαθήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κακοπαθήσει | είχα κακοπαθήσει | θα έχω κακοπαθήσει | να έχω κακοπαθήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κακοπαθήσει | είχες κακοπαθήσει | θα έχεις κακοπαθήσει | να έχεις κακοπαθήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κακοπαθήσει | είχε κακοπαθήσει | θα έχει κακοπαθήσει | να έχει κακοπαθήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κακοπαθήσει | είχαμε κακοπαθήσει | θα έχουμε κακοπαθήσει | να έχουμε κακοπαθήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κακοπαθήσει | είχατε κακοπαθήσει | θα έχετε κακοπαθήσει | να έχετε κακοπαθήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κακοπαθήσει | είχαν κακοπαθήσει | θα έχουν κακοπαθήσει | να έχουν κακοπαθήσει |
| |
Μεταφράσεις
κακοπαθώ
|
Πηγές
- «κακοπαθαίνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.