bear

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bear bears

bear (en)

  • (θηλαστικό ζώο) αρκούδα
  • (οικονομία) η πτώση των αγορών

Ρήμα

ενεστώτας bear
γ΄ ενικό ενεστώτα bears
αόριστος bore, bare
παθητική μετοχή borne, born, bore
ενεργητική μετοχή bearing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
παθ.μτχ.: born χρησιμοποιείται μόνο με σημασία γεννώ και αόρ.: bare είναι παρωχημένο

bear (en)

  1. φέρω (πχ. όπλο)
  2. υποφέρω κάτι, το αντέχω
  3. γεννώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.