γανιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γανιάζω < γάν(α) + -ιάζω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γανιάζω

Ρήμα

γανιάζω

  1. αποκτώ γάνα, μαυρίζω
  2. (μεταφορικά) υποφέρω[2]
  3. αφυδατώνομαι[2]
      Το στόμα της Τασώς είχε γανιάσει ν’ απαντά στις ερωτήσεις μου όσο γυρίζαμε στα αξιοθέατα, ενώ η μαμά έτρεχε με τον δικηγόρο μας στις δουλειές της. (Τάσος Αθανασιάδης (2002) Τα παιδιά της Νιόβης)

Εκφράσεις

  • γάνιασε η γλώσσα μου: κουράστηκα να επαναλαμβάνω ένα πράγμα και να μην εισακούομαι

Συγγενικά

  • γάνιασμα

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. γανιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.