υποσχετική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποσχετική οι υποσχετικές
      γενική της υποσχετικής των υποσχετικών
    αιτιατική την υποσχετική τις υποσχετικές
     κλητική υποσχετική υποσχετικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποσχετική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου υποσχετικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.sçe.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποσχετική
ομόηχο: υποσχετικοί

Ουσιαστικό

υποσχετική θηλυκό

  • (οικονομία) χρεόγραφο που βεβαιώνει ότι όσα χρωστιούνται θα πληρωθούν με κάποιο νόμισμα, όταν αυτό καταστεί δυνατόν
      Σε έκθεσή του την Παρασκευή, ο χρηματοοικονομικός κολοσσός των ΗΠΑ και επινοητής του περιβόητου «swap», με το οποίο κατάφερε να μπει στην ΟΝΕ η Ελλάδα το 2001 κρύβοντας χρέος και ελλείμματα, επισημαίνει πως «ίσως είναι πλέον απαραίτητο να σημειωθεί τεχνική χρεοκοπία, να εκδοθούν υποσχετικές (IOU) για τις πληρωμές συντάξεων και μισθών και να επιβληθούν κεφαλαιακοί έλεγχοι προκειμένου να σπάσει το πολιτικό αδιέξοδο που δεν επιτρέπει αυτή τη στιγμή την εξεύρεση λύσης». (efsyn.gr)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

υποσχετική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.