IOU
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʌɪəʊˈjuː/
Ουσιαστικό
IOU (en)
- (οικονομία) υποσχετική
- Σε έκθεσή του την Παρασκευή, ο χρηματοοικονομικός κολοσσός των ΗΠΑ και επινοητής του περιβόητου «swap», με το οποίο κατάφερε να μπει στην ΟΝΕ η Ελλάδα το 2001 κρύβοντας χρέος και ελλείμματα, επισημαίνει πως «ίσως είναι πλέον απαραίτητο να σημειωθεί τεχνική χρεοκοπία, να εκδοθούν υποσχετικές (IOU) για τις πληρωμές συντάξεων και μισθών και να επιβληθούν κεφαλαιακοί έλεγχοι προκειμένου να σπάσει το πολιτικό αδιέξοδο που δεν επιτρέπει αυτή τη στιγμή την εξεύρεση λύσης». (*)
Συνώνυμα
- note of hand
- promissory letter
- promissory note
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.