υποπολλαπλάσιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποπολλαπλάσιο τα υποπολλαπλάσια
      γενική του υποπολλαπλασίου
& υποπολλαπλάσιου
των υποπολλαπλασίων
    αιτιατική το υποπολλαπλάσιο τα υποπολλαπλάσια
     κλητική υποπολλαπλάσιο υποπολλαπλάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποπολλαπλάσιο < υποπολλαπλάσιος

Ουσιαστικό

υποπολλαπλάσιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.