υποξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποξία οι υποξίες
      γενική της υποξίας των υποξιών
    αιτιατική την υποξία τις υποξίες
     κλητική υποξία υποξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypoxia < hypo- +‎ oxygen +‎ -ia < αρχαία ελληνική ὑπό + ὀξύς + γίγνομαι

Ουσιαστικό

υποξία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.