οξύμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οξύμετρο | τα | οξύμετρα |
| γενική | του | οξυμέτρου & οξύμετρου |
των | οξυμέτρων |
| αιτιατική | το | οξύμετρο | τα | οξύμετρα |
| κλητική | οξύμετρο | οξύμετρα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

οξύμετρο
Ουσιαστικό
οξύμετρο ουδέτερο
- (ιατρική) η συσκευή για ανίχνευση του κορεσμού οξυγόνου στο αίμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.