υπόκριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπόκριση | οι | υποκρίσεις |
| γενική | της | υπόκρισης* | των | υποκρίσεων |
| αιτιατική | την | υπόκριση | τις | υποκρίσεις |
| κλητική | υπόκριση | υποκρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποκρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπόκριση < αρχαία ελληνική ὑπόκρι
Μεταφράσεις
υπόκριση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.