υποκρίτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκρίτρια οι υποκρίτριες
      γενική της υποκρίτριας των υποκριτριών
    αιτιατική την υποκρίτρια τις υποκρίτριες
     κλητική υποκρίτρια υποκρίτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποκρίτρια < υποκριτής + -τρια

Ουσιαστικό

υποκρίτρια θηλυκό

  • αυτή που συμπεριφέρεται με υποκρισία, που δείχνει στους άλλους ψεύτικα συναισθήματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.