υποθυρεοειδισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υποθυρεοειδισμός | οι | υποθυρεοειδισμοί |
| γενική | του | υποθυρεοειδισμού | των | υποθυρεοειδισμών |
| αιτιατική | τον | υποθυρεοειδισμό | τους | υποθυρεοειδισμούς |
| κλητική | υποθυρεοειδισμέ | υποθυρεοειδισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποθυρεοειδισμός < υπο- + θυρεοειδής + -ισμός[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική hypothyroïdie[1] [2] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypothyroidism[2])
Ουσιαστικό
υποθυρεοειδισμός αρσενικό
- (ιατρική) κατάσταση στην οποία ο θυρεοειδής αδένας δεν παράγει αρκετή θυρεοειδική ορμόνη
Αντώνυμα
- υποπαραθυρεοειδισμός
- υπερπαραθυρεοειδισμός
Μεταφράσεις
υποθυρεοειδισμός
|
- υποθυρεοειδισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υποθυρεοειδισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.