υποβολέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποβολέας οι υποβολείς
      γενική του υποβολέα
& υποβολέως
των υποβολέων
    αιτιατική τον υποβολέα τους υποβολείς
     κλητική υποβολέα υποβολείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ηθοποιός και υποβολέας στη διάρκεια παράστασης

Ετυμολογία

υποβολέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποβολεύς < αρχαία ελληνική ὑποβάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.voˈle.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποβολέας

Ουσιαστικό

υποβολέας αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά, θέατρο) ο άνθρωπος που βρίσκεται κρυμμένος στην σκηνή του θεάτρου και θυμίζει στους ηθοποιούς τα λόγια τους
  2. κάποιος ο οποίος παραμένοντας αθέατος υποβάλλει σε άλλους αυτά που θα πουν· αυτός που προωθεί μια ιδέα χωρίς ο ίδιος να βρίσκεται στο προσκήνιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.