υπερωρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερωρία | οι | υπερωρίες |
| γενική | της | υπερωρίας | των | υπερωριών |
| αιτιατική | την | υπερωρία | τις | υπερωρίες |
| κλητική | υπερωρία | υπερωρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερωρία < αρχαία ελληνική ὑπέρωρος
Ουσιαστικό
υπερωρία θηλυκό
- η εργασία μετά από το κανονικό ωράριο
- οι υπερωρίες, παρόλο που χρεώνονται με ένσημα, δεν υπολογίζονται σαν συντάξιμες
Παράγωγα
Μεταφράσεις
υπερωρία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.