υπερφουσκωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερφουσκωμένος η υπερφουσκωμένη το υπερφουσκωμένο
      γενική του υπερφουσκωμένου της υπερφουσκωμένης του υπερφουσκωμένου
    αιτιατική τον υπερφουσκωμένο την υπερφουσκωμένη το υπερφουσκωμένο
     κλητική υπερφουσκωμένε υπερφουσκωμένη υπερφουσκωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερφουσκωμένοι οι υπερφουσκωμένες τα υπερφουσκωμένα
      γενική των υπερφουσκωμένων των υπερφουσκωμένων των υπερφουσκωμένων
    αιτιατική τους υπερφουσκωμένους τις υπερφουσκωμένες τα υπερφουσκωμένα
     κλητική υπερφουσκωμένοι υπερφουσκωμένες υπερφουσκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερφουσκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπερφουσκώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾ.fu.skoˈme.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.peɾ.fu.skoˈme.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.peɾ.fu.skoˈme.no/ ουδέτερο

Μετοχή

υπερφουσκωμένος , -η , -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.