υπερσύγχρονος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερσύγχρονος | η | υπερσύγχρονη | το | υπερσύγχρονο |
| γενική | του | υπερσύγχρονου | της | υπερσύγχρονης | του | υπερσύγχρονου |
| αιτιατική | τον | υπερσύγχρονο | την | υπερσύγχρονη | το | υπερσύγχρονο |
| κλητική | υπερσύγχρονε | υπερσύγχρονη | υπερσύγχρονο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερσύγχρονοι | οι | υπερσύγχρονες | τα | υπερσύγχρονα |
| γενική | των | υπερσύγχρονων | των | υπερσύγχρονων | των | υπερσύγχρονων |
| αιτιατική | τους | υπερσύγχρονους | τις | υπερσύγχρονες | τα | υπερσύγχρονα |
| κλητική | υπερσύγχρονοι | υπερσύγχρονες | υπερσύγχρονα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υπερσύγχρονος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.