υπερπληροφόρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερπληροφόρηση | οι | υπερπληροφορήσεις |
| γενική | της | υπερπληροφόρησης* | των | υπερπληροφορήσεων |
| αιτιατική | την | υπερπληροφόρηση | τις | υπερπληροφορήσεις |
| κλητική | υπερπληροφόρηση | υπερπληροφορήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερπληροφορήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερπληροφόρηση < υπερ- + πληροφόρηση
Ουσιαστικό
υπερπληροφόρηση θηλυκό
- η υπερβολική πληροφόρηση, το φαινόμενο της παροχής υπερβολικού αριθμού πληροφοριών σε βαθμό που ο αποδέκτης να μην μπορεί να τις αξιολογήσει, να τις απορροφήσει ή να τις επεξεργαστεί
- από τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα και μετά εμφανίζεται το σύνδρομο της υπερπληροφόρησης
- οι μαθητές υπόκεινται σε διαρκή υπερπληροφόρηση
Μεταφράσεις
υπερπληροφόρηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.