υπερορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερορία οι υπερορίες
      γενική της υπερορίας των υπεροριών
    αιτιατική την υπερορία τις υπερορίες
     κλητική υπερορία υπερορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερορία (εννοείται γῆ) < θηλυκό της αρχαίας λέξης ὑπερόριος (πέρα από τα σύνορα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + όρι(ο) + -ία

Ουσιαστικό

υπερορία θηλυκό

Συγγενικά

  • υπερόριος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.