υπερορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερορία | οι | υπερορίες |
| γενική | της | υπερορίας | των | υπεροριών |
| αιτιατική | την | υπερορία | τις | υπερορίες |
| κλητική | υπερορία | υπερορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερορία (εννοείται γῆ) < θηλυκό της αρχαίας λέξης ὑπερόριος (πέρα από τα σύνορα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + όρι(ο) + -ία
Ουσιαστικό
υπερορία θηλυκό
- (νομικός όρος) εξαναγκασμός ατόμου σε απομάκρυνση πέρα από τα όρια του κράτους που διαμένει
Συγγενικά
- υπερόριος
Μεταφράσεις
υπερορία
|
|
- υπερορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.