υπερνικημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερνικημένος | η | υπερνικημένη | το | υπερνικημένο |
| γενική | του | υπερνικημένου | της | υπερνικημένης | του | υπερνικημένου |
| αιτιατική | τον | υπερνικημένο | την | υπερνικημένη | το | υπερνικημένο |
| κλητική | υπερνικημένε | υπερνικημένη | υπερνικημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερνικημένοι | οι | υπερνικημένες | τα | υπερνικημένα |
| γενική | των | υπερνικημένων | των | υπερνικημένων | των | υπερνικημένων |
| αιτιατική | τους | υπερνικημένους | τις | υπερνικημένες | τα | υπερνικημένα |
| κλητική | υπερνικημένοι | υπερνικημένες | υπερνικημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
υπερνικημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.