υπεριστορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπεριστορικός | η | υπεριστορική | το | υπεριστορικό |
| γενική | του | υπεριστορικού | της | υπεριστορικής | του | υπεριστορικού |
| αιτιατική | τον | υπεριστορικό | την | υπεριστορική | το | υπεριστορικό |
| κλητική | υπεριστορικέ | υπεριστορική | υπεριστορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπεριστορικοί | οι | υπεριστορικές | τα | υπεριστορικά |
| γενική | των | υπεριστορικών | των | υπεριστορικών | των | υπεριστορικών |
| αιτιατική | τους | υπεριστορικούς | τις | υπεριστορικές | τα | υπεριστορικά |
| κλητική | υπεριστορικοί | υπεριστορικές | υπεριστορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπεριστορικός < υπερ- + ιστορικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transhistorical)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υπεριστορικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.