υπερβέβαιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερβέβαιος η υπερβέβαιη το υπερβέβαιο
      γενική του υπερβέβαιου της υπερβέβαιης του υπερβέβαιου
    αιτιατική τον υπερβέβαιο την υπερβέβαιη το υπερβέβαιο
     κλητική υπερβέβαιε υπερβέβαιη υπερβέβαιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερβέβαιοι οι υπερβέβαιες τα υπερβέβαια
      γενική των υπερβέβαιων των υπερβέβαιων των υπερβέβαιων
    αιτιατική τους υπερβέβαιους τις υπερβέβαιες τα υπερβέβαια
     κλητική υπερβέβαιοι υπερβέβαιες υπερβέβαια
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπερβέβαιος < υπερ- + βέβαιος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.peɾˈve.ve.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερβέβαιος

Επίθετο

υπερβέβαιος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.