υπεραπλουστευτικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπεραπλουστευτικός < υπεραπλουστεύω + -τικός
Επίθετο
υπεραπλουστευτικός, -ή, -ό
- ο υπερβολικά απλουστευτικός
- Για το αυτομαστίγωμά μας έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, έπειτα από ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες και το Παρίσι, επιχειρώντας να αντιγυρίσω τον σκανδαλισμένο υπεραπλουστευτικό λόγο με τον οποίο περιγράφουμε την καθυστέρησή μας απέναντι στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. (*)
Συγγενικά
- υπεραπλουστευτικά
- → δείτε τις λέξεις υπεραπλουστεύω και απλός
Μεταφράσεις
υπεραπλουστευτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.