υπεραγωγιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπεραγωγιμότητα | οι | υπεραγωγιμότητες |
| γενική | της | υπεραγωγιμότητας | των | υπεραγωγιμοτήτων |
| αιτιατική | την | υπεραγωγιμότητα | τις | υπεραγωγιμότητες |
| κλητική | υπεραγωγιμότητα | υπεραγωγιμότητες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπεραγωγιμότητα < υπερ- + αγωγιμότητα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική superconductivity[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾa.ɣo.ʝiˈmo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρα‐γω‐γι‐μό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
υπεραγωγιμότητα θηλυκό
- (φυσική) ιδιότητα της ύλης να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα χωρίς ηλεκτρική αντίσταση
- ※ Η υπεραγωγιμότητα δηλαδή σχετίζεται α. με μηδενική αντίσταση και β. με την εκδήλωση ενός έντονου διαμαγνητισμού (Δικτυακός Τόπος Σελίδων Μαθημάτων, Σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών, Ε.Μ.Π., ανακτήθηκε στις 24/10/2021 )
- ※ Εν συμπεράσματι δυνάμεθα να είπωμεν ότι η ηλεκτρονική θεωρία των μετάλλων αποδίδει σήμερον, τουλάχιστον ποιοτικώς, το σύνολον των ηλεκτρικών ιδιοτήτων αυτών - με μίαν εξαίρεσιν : Την υπεραγωγιμότητα, η οποία εξακολουθεί ακόμη ν'αποτελεί εν αίνιγμα (Τεχνικά Χρονικά, τόμοι 7-8, 1935, σελ. 12)
Αναφορές
- υπεραγωγιμότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.