διαμαγνητισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαμαγνητισμός | οι | διαμαγνητισμοί |
| γενική | του | διαμαγνητισμού | των | διαμαγνητισμών |
| αιτιατική | τον | διαμαγνητισμό | τους | διαμαγνητισμούς |
| κλητική | διαμαγνητισμέ | διαμαγνητισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαμαγνητισμός < γαλλική diamagnétisme < dia- / δια- + magnétisme / μαγνητισμός [1]
Ουσιαστικό

Διαμαγνητισμός: Αιώρηση διαμαγνητικού υλικού, το οποίο απωθείται από τους υποκείμενους μαγνήτες
διαμαγνητισμός αρσενικό
- η ιδιότητα που έχουν τα διαμαγνητικά υλικά, να απωθούνται από εφαρμοζόμενο μαγνητικό πεδίο
- ※ Η υπεραγωγιμότητα δηλαδή σχετίζεται α. με μηδενική αντίσταση και β. με την εκδήλωση ενός έντονου διαμαγνητισμού (Δικτυακός Τόπος Σελίδων Μαθημάτων, Σχολής Μηχανολόγων Μηχανικών, Ε.Μ.Π., ανακτήθηκε στις 24/10/2021 )
Αντώνυμα
- σιδηρομαγνητισμός
Αναφορές
- διαμαγνητισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.