υπέρταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπέρταση οι υπερτάσεις
      γενική της υπέρτασης* των υπερτάσεων
    αιτιατική την υπέρταση τις υπερτάσεις
     κλητική υπέρταση υπερτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπέρταση < ελληνιστική κοινή ὑπέρτασις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική hypertension)

Ουσιαστικό

υπέρταση θηλυκό

  1. (ιατρική) η μεγαλύτερη από το κανονικό αρτηριακή πίεση
  2. (ηλεκτρολογία) η μεγαλύτερη από το κανονικό τάση σε ένα ηλεκτρικό δίκτυο
      παρά τη λήψη όλων των δυνατών μέτρων από τη ΔΕΗ είναι αντικειμενικά και πρακτικά αδύνατο να αποκλεισθεί εντελώς η εμφάνιση διαταραχών της τάσης (μειώσεις της τάσης, υπερτάσεις, διακοπές βραχείας ή μακράς διάρκειας κ.λπ.) (από το δικτυακό τόπο της ΔΕΗ)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.