υπερτασικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερτασικός | η | υπερτασική | το | υπερτασικό |
| γενική | του | υπερτασικού | της | υπερτασικής | του | υπερτασικού |
| αιτιατική | τον | υπερτασικό | την | υπερτασική | το | υπερτασικό |
| κλητική | υπερτασικέ | υπερτασική | υπερτασικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερτασικοί | οι | υπερτασικές | τα | υπερτασικά |
| γενική | των | υπερτασικών | των | υπερτασικών | των | υπερτασικών |
| αιτιατική | τους | υπερτασικούς | τις | υπερτασικές | τα | υπερτασικά |
| κλητική | υπερτασικοί | υπερτασικές | υπερτασικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερτασικός < υπέρτασ(η) + -ικός[1]
Επίθετο
υπερτασικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
υπερτασικός
|
Αναφορές
- υπερτασικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.