υπέρλεπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέρλεπτος η υπέρλεπτη το υπέρλεπτο
      γενική του υπέρλεπτου της υπέρλεπτης του υπέρλεπτου
    αιτιατική τον υπέρλεπτο την υπέρλεπτη το υπέρλεπτο
     κλητική υπέρλεπτε υπέρλεπτη υπέρλεπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέρλεπτοι οι υπέρλεπτες τα υπέρλεπτα
      γενική των υπέρλεπτων των υπέρλεπτων των υπέρλεπτων
    αιτιατική τους υπέρλεπτους τις υπέρλεπτες τα υπέρλεπτα
     κλητική υπέρλεπτοι υπέρλεπτες υπέρλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπέρλεπτος < υπερ- + λεπτός

Επίθετο

υπέρλεπτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.