υμενοπλαστική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υμενοπλαστική | οι | υμενοπλαστικές |
| γενική | της | υμενοπλαστικής | των | υμενοπλαστικών |
| αιτιατική | την | υμενοπλαστική | τις | υμενοπλαστικές |
| κλητική | υμενοπλαστική | υμενοπλαστικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υμενοπλαστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hymenoplasty < αρχαία ελληνική ὑμήν + πλαστικός
Ουσιαστικό
υμενοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) η συρραφή / αποκατάσταση με χειρουργική επέμβαση του παρθενικού υμένα που έχει καταστραφεί
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υμενοπλαστική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.