матэрыялізм

Λευκορωσικά (be)

Ετυμολογία

матэрыялізм (be) < ή από το ρωσικό материали́зм ή απ' ευθείας από το γερμανικό όρο "materialismus" (του Λάιμπνιτς για τους αντιπάλους του γύρω στο 1700) < από το υστερολατινικό materialismus < materia (ύλη) + -ismus

Ουσιαστικό

матэрыялізм (be)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.