υδροχρωματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υδροχρωματισμένος | η | υδροχρωματισμένη | το | υδροχρωματισμένο |
| γενική | του | υδροχρωματισμένου | της | υδροχρωματισμένης | του | υδροχρωματισμένου |
| αιτιατική | τον | υδροχρωματισμένο | την | υδροχρωματισμένη | το | υδροχρωματισμένο |
| κλητική | υδροχρωματισμένε | υδροχρωματισμένη | υδροχρωματισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υδροχρωματισμένοι | οι | υδροχρωματισμένες | τα | υδροχρωματισμένα |
| γενική | των | υδροχρωματισμένων | των | υδροχρωματισμένων | των | υδροχρωματισμένων |
| αιτιατική | τους | υδροχρωματισμένους | τις | υδροχρωματισμένες | τα | υδροχρωματισμένα |
| κλητική | υδροχρωματισμένοι | υδροχρωματισμένες | υδροχρωματισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υδροχρωματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υδροχρωματίζω
Μεταφράσεις
υδροχρωματισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.