στατική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στατική | οι | στατικές |
| γενική | της | στατικής | των | στατικών |
| αιτιατική | τη | στατική | τις | στατικές |
| κλητική | στατική | στατικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στατική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
στατική θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
στατική
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
στατική
Ομώνυμα / Ομόηχα
-
στατική στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.