υδρομετεωρολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υδρομετεωρολογία οι υδρομετεωρολογίες
      γενική της υδρομετεωρολογίας των υδρομετεωρολογιών
    αιτιατική την υδρομετεωρολογία τις υδρομετεωρολογίες
     κλητική υδρομετεωρολογία υδρομετεωρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υδρομετεωρολογία < υδρο- + μετεωρολογία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hydrometeorology)

Ουσιαστικό

υδρομετεωρολογία[1] θηλυκό

Συγγενικά

  • υδρομετεωρολογικός
  • υδρομετεωρολόγος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. υδρομετεωρολογία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.