μετεωρολογικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μετεωρολογικά < μετεωρολογικός + -ά
Μεταφράσεις
μετεωρολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μετεωρολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μετεωρολογικό
Αναφορές
- μετεωρολογικά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.