υδροκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υδροκέφαλος | η | υδροκέφαλη | το | υδροκέφαλο |
| γενική | του | υδροκέφαλου | της | υδροκέφαλης | του | υδροκέφαλου |
| αιτιατική | τον | υδροκέφαλο | την | υδροκέφαλη | το | υδροκέφαλο |
| κλητική | υδροκέφαλε | υδροκέφαλη | υδροκέφαλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υδροκέφαλοι | οι | υδροκέφαλες | τα | υδροκέφαλα |
| γενική | των | υδροκέφαλων | των | υδροκέφαλων | των | υδροκέφαλων |
| αιτιατική | τους | υδροκέφαλους | τις | υδροκέφαλες | τα | υδροκέφαλα |
| κλητική | υδροκέφαλοι | υδροκέφαλες | υδροκέφαλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ðɾoˈce.fa.los/
Επίθετο
υδροκέφαλος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από τουμπάνιασμα της κεφαλής λόγω συσσώρευσης υγρού σε αυτήν
- που ένα μέρος έχει διογκωθεί υπέρμετρα σε σχέση με τα υπόλοιπα
- η έλλειψη γυμναστικής τον μετέτρεψε σε υδροκέφαλο τζουτζέ με ατροφικούς μύες
- οι κομματικές προσλήψεις μετέτρεψαν τη δημόσιο πολιτεία σε υδροκέφαλη γραφειοκρατία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υδροκέφαλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.