υδροκεφαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υδροκεφαλισμός | οι | υδροκεφαλισμοί |
| γενική | του | υδροκεφαλισμού | των | υδροκεφαλισμών |
| αιτιατική | τον | υδροκεφαλισμό | τους | υδροκεφαλισμούς |
| κλητική | υδροκεφαλισμέ | υδροκεφαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδροκεφαλισμός < υδροκέφαλος
Ουσιαστικό
υδροκεφαλισμός αρσενικό
- η διόγκωση του διοικητικού κέντρου εις βάρος της περιφέρειας και ο συγκεντρωτισμός που αυτό συνεπάγεται
Μεταφράσεις
υδροκεφαλισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.