υδροθερμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υδροθερμικός | η | υδροθερμική | το | υδροθερμικό |
| γενική | του | υδροθερμικού | της | υδροθερμικής | του | υδροθερμικού |
| αιτιατική | τον | υδροθερμικό | την | υδροθερμική | το | υδροθερμικό |
| κλητική | υδροθερμικέ | υδροθερμική | υδροθερμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υδροθερμικοί | οι | υδροθερμικές | τα | υδροθερμικά |
| γενική | των | υδροθερμικών | των | υδροθερμικών | των | υδροθερμικών |
| αιτιατική | τους | υδροθερμικούς | τις | υδροθερμικές | τα | υδροθερμικά |
| κλητική | υδροθερμικοί | υδροθερμικές | υδροθερμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υδροθερμικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
υδροθερμικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.