υδραγωγείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υδραγωγείο | τα | υδραγωγεία |
| γενική | του | υδραγωγείου | των | υδραγωγείων |
| αιτιατική | το | υδραγωγείο | τα | υδραγωγεία |
| κλητική | υδραγωγείο | υδραγωγεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδραγωγείο < (ελληνιστική κοινή) ὑδραγωγεῖον (<ὕδωρ) + ἀγωγός
%252C_Greece.jpg.webp)
ερείπια ρωμαϊκού υδραγωγείου στη Λέσβο
Ουσιαστικό
υδραγωγείο ουδέτερο
- η τοξωτή κατασκευή που χρησίμευε ως αγωγός για τη μεταφορά νερού και την υδροδότηση πόλεων
- η εγκατάσταση για τη μεταφορά νερού και την υδροδότηση πόλεων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.