υδραίικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδραίικος η υδραίικη το υδραίικο
      γενική του υδραίικου της υδραίικης του υδραίικου
    αιτιατική τον υδραίικο την υδραίικη το υδραίικο
     κλητική υδραίικε υδραίικη υδραίικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδραίικοι οι υδραίικες τα υδραίικα
      γενική των υδραίικων των υδραίικων των υδραίικων
    αιτιατική τους υδραίικους τις υδραίικες τα υδραίικα
     κλητική υδραίικοι υδραίικες υδραίικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υδραίικος < Υδραί(ος) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈðɾe.i.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υδραίικος

Επίθετο

υδραίικος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.