Υδραίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Υδραίος οι Υδραίοι
      γενική του Υδραίου των Υδραίων
    αιτιατική τον Υδραίο τους Υδραίους
     κλητική Υδραίε Υδραίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈðɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Υδραίος

Ετυμολογία 1

Υδραίος < Ύδρ(α) + -αίος

Κύριο όνομα

Υδραίος αρσενικό (θηλυκό Υδραία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

Υδραίος < πατριδωνυμικό Υδραίος

Κύριο όνομα

Υδραίος αρσενικό (θηλυκό Υδραίου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.