υδατοσφαίριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υδατοσφαίριση | οι | υδατοσφαιρίσεις |
| γενική | της | υδατοσφαίρισης* | των | υδατοσφαιρίσεων |
| αιτιατική | την | υδατοσφαίριση | τις | υδατοσφαιρίσεις |
| κλητική | υδατοσφαίριση | υδατοσφαιρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υδατοσφαιρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υδατοσφαίριση < υδατο- + αρχαία ελληνική σφαιρίζω + (καθαρεύουσα) -σις > -ση [1]
Ουσιαστικό
υδατοσφαίριση, υδατόσφαιρα[2] θηλυκό
Συγγενικά
- υδατοσφαιριστής (πολίστας)
- υδατοσφαιρίστρια
- → δείτε τις λέξεις ύδωρ και σφαίρα
Μεταφράσεις
υδατοσφαίριση
Αναφορές
- υδατοσφαίριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.