πόλο

Νέα ελληνικά (el)

αγώνας πόλο με άλογα
αγώνας πόλο σε πισίνα
μπλουζάκι τύπου πόλο

Ετυμολογία

πόλο < αγγλική polo

Ουσιαστικό

πόλο ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) είδος παιχνιδιού στο οποίο δυο έφιππες ομάδες προσπαθούν να σπρώξουν μια ξύλινη μπάλα με ένα είδος σφυριού με επίμηκες χερούλι
  2. (ναυτικός όρος): ναυτάθλημα, η υδατοσφαίριση
  3. κοντομάνικο μπλουζάκι με γιακά και άνοιγμα στο λαιμό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πόλο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.