πόλο
Νέα ελληνικά (el)

αγώνας πόλο με άλογα

αγώνας πόλο σε πισίνα

μπλουζάκι τύπου πόλο
Ουσιαστικό
πόλο ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) είδος παιχνιδιού στο οποίο δυο έφιππες ομάδες προσπαθούν να σπρώξουν μια ξύλινη μπάλα με ένα είδος σφυριού με επίμηκες χερούλι
- (ναυτικός όρος): ναυτάθλημα, η υδατοσφαίριση
- κοντομάνικο μπλουζάκι με γιακά και άνοιγμα στο λαιμό
Μεταφράσεις
υδατοσφαίριση
|
→ δείτε τη λέξη υδατοσφαίριση |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.