σπορ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπορ < (λόγιο δάνειο) γαλλική sport < αγγλική sport
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈspoɾ/
Ουσιαστικό
σπορ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) οποιοδήποτε άθλημα
- (στον πληθυντικό): γενικά, ο αθλητισμός
- ↪ του αρέσουν τα σπορ
Επίθετο
σπορ άκλιτο
- που δε χαρακτηρίζεται από επισημότητα
- ↪ σπορ εμφάνιση
- (για αυτοκίνητο) που μοιάζει με αυτοκίνητο αγώνων ταχύτητας
- ↪ σπορ αυτοκίνητο
Συγγενικά
- σπορτέξ
- σπορτσγούμαν
- σπόρτσμαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.