υδατογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | υδατογράφος | οι | υδατογράφοι |
| γενική | του/της | υδατογράφου | των | υδατογράφων |
| αιτιατική | τον/την | υδατογράφο | τους/τις | υδατογράφους |
| κλητική | υδατογράφε | υδατογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
υδατογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (ζωγραφική, επάγγελμα) ζωγράφος που χρησιμοποιεί την υδατογραφία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
υδατογράφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.